ἰσόθεον

ἰσόθεον
ἰσόθεος
equal to the gods
masc/fem acc sg
ἰσόθεος
equal to the gods
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισόθεος — η, ο (ΑΜ ἰσόθεος, ον) ίσος με θεό (α. «ισόθεος βασιλιάς» β. «ἰσόθεος φώς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές») αρχ. 1. ίσος με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («ἰσόθεος τυραννίς», Ευρ.) 2. (για φάρμακα) αποτελεσματικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”